(ε)ξευτελίζω

(ε)ξευτελίζω
(ε)ξευτελίζω
(ε)ξευτέλισα, (ε)ξευτελίστηκα, (ε)ξευτελισμένος, μτβ.
1. (για πράγματα), κάνω κάτι φτηνό, υποβιβάζω την αξία του στο ελάχιστο: Οι μισθοί εξευτελίστηκαν.
2. (για πρόσωπα), υποβιβάζω ή εξουθενώνω την υπόληψη κάποιου, τον καταρρακώνω, τον ταπεινώνω, τον στραπατσάρω: Τον εξευτέλισε μπροστά σε όλους.
3. η μτχ. παθ. πρκ. ως επίθ., εξευτελισμένος, -η, -ο που κατάντησε ουτιδανός, ο τιποτένιος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξευτελίζω — βλ. εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • εξευτελίζω — και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) [ευτελίζω] καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῡτο προσπάθησε τουλάχιστον μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης) νεοελλ. μέσ. εξευτελίζομαι χάνω την αξιοπρέπεια μου αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”